- νηττάριον
νηττάριον, τό, att. = νησσάριον, Ar. Plut. 1011; Ath. IX c. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηττάριον, τό, att. = νησσάριον, Ar. Plut. 1011; Ath. IX c. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηττάριον — νηττάριον, τὸ (Α) (αττ. τ.) βλ. νησσάριον … Dictionary of Greek
νηττάριον — duckling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] … Dictionary of Greek
φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
φιλοττάριον — τὸ, Α ποιητ. υποκορ. τ. τού φιλότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. φίλος και νηττάριον και αποτελεί τρυφερή προσφώνηση γυναίκας προς άνδρα με σημ. «μικρό αγαπημένο παπάκι». Λιγότερο πιθανή θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek