- μητρῳακός
μητρῳακός, = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρῳακός, = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρωακός — μητρῳακός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής Κυβέλης» + κατάλ. ακός] … Dictionary of Greek
μητρῳακόν — μητρῳακός masc acc sg μητρῳακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακαί — μητρῳακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακήν — μητρῳακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακάς — μητρῳακά̱ς , μητρῳακός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)