- μητρ-άδελφος
μητρ-άδελφος, ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρ-άδελφος, ὁ, u. ἡ, Mutterbruder, Mutterschwester, Oheim, Base, Poll. 3, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατράδελφος — ὁ, ΜΑ ο αδελφός τού πατέρα, ο θείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + ἀδελφὸς (πρβλ. μητρ άδελφος)] … Dictionary of Greek
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
πάτρως — ωος και ω, ο, Α ο αδελφός τού πατέρα, ο θείος από την πλευρά τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πατήρ, πατρός και εμφανίζει τη δυσερμήνευτη κατάλ. ως, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη με αυτήν των: λατ. patruus, αρχ. ινδ. pitrvja … Dictionary of Greek