- μητράριον
μητράριον, τό, dim. von μήτηρ, Mütterchen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητράριον, τό, dim. von μήτηρ, Mütterchen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητράριον — μητράριον, τὸ (Α) υποκορ. τού μήτηρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek