- μητρο-μήτωρ
μητρο-μήτωρ, ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρο-μήτωρ, ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
πατρομήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. (το αρσ.) ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα 2. το θηλ. η γιαγιά, η μητέρα τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μητρο μήτωρ] … Dictionary of Greek