- μητρο-δίδακτος
μητρο-δίδακτος, von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρο-δίδακτος, von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατροδίδακτος — ον, ΜΑ αυτός που διδάχθηκε από τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. μητρο δίδακτος] … Dictionary of Greek