μητρο-πάτωρ

μητρο-πάτωρ

μητρο-πάτωρ, ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • μονοπάτωρ — μονοπάτωρ, ορος, ὁ (Α) ο μόνος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπάτωρ — ὀνειροπάτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που προκαλεί όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ουσιοπάτωρ — οὐσιοπάτωρ, ορος, ὁ (Α) (για τον δεύτερο θεό κατά τις αντιλήψεις τών νεοπλατωνικών) ο πατέρας τής ύπαρξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • πατροπάτωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα, ο παππούς από τον πατέρα 2. επωνυμία θεού («προπάτωρ Σάραπις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • υιοπάτωρ — ορος, και υἱοπατήρ, πατρός, ὁ, ΜΑ εκκλ. συν. στον πληθ. oἱ υἱοπάτορες αιρετικοί που κήρυσσαν την ταυτότητα τού Πατρός και τού Υιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”