- μητρ-αλοίας
μητρ-αλοίας, auch μητρ-αλῴας, der seine Mutter schlägt, Muttermörder; Aesch. Eum. 148. 201; Plat. Phaed. 114 a; Sp., wie Luc. Deor. Concil. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρ-αλοίας, auch μητρ-αλῴας, der seine Mutter schlägt, Muttermörder; Aesch. Eum. 148. 201; Plat. Phaed. 114 a; Sp., wie Luc. Deor. Concil. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… … Dictionary of Greek