μητριάζω

μητριάζω

μητριάζω, = μητραγυρτέω, Poll. 3, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητριάζω — (Α) λατρεύω τη μητέρα τών Θεών Κυβέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μητριάζειν — μητριάζω worship the Mother of the gods pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”