- νη-τρεκής
νη-τρεκής, ές, = ἀτρεκής, Lycophr. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νη-τρεκής, ές, = ἀτρεκής, Lycophr. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νητρεκής — νητρεκής, ές (Α) πραγματικός, αληθινός. επίρρ... νητρεκῶς (Α) με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη * + τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω,… … Dictionary of Greek