βοτρύϊος

βοτρύϊος

βοτρύϊος, traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βοτρύιος — βοτρύϊος, α, ον (Α) [βότρυς] φρ. «βοτρυΐον φυτόν» το κλήμα …   Dictionary of Greek

  • βοτρυίων — βοτρυΐων , βοτρύιος of grapes fem gen pl βοτρυΐων , βοτρύιος of grapes masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

  • βοτρυίαν — βοτρυΐᾱν , βοτρύιος of grapes fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”