μητρωσμός, ὁ, s. μητρῳασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρωσμός — μητρῳσμός, δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) [μητρώζω] η εορτή προς τιμήν τής Κυβέλης … Dictionary of Greek
ματρωσμός — ματρῳσμός, ὁ (Α) βλ. μητρωσμός … Dictionary of Greek