- βοτρυο-χαίτης
βοτρυο-χαίτης, mit Trauben im Haar, Dionysus, Anth. IX, 524.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυο-χαίτης, mit Trauben im Haar, Dionysus, Anth. IX, 524.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek