βοτρυο-στέφανος

βοτρυο-στέφανος

βοτρυο-στέφανος, traubenumkränzt, p. bei Plut. Qu. gr. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιστέφανος — η, ο (Α καλλιστέφανος, ον) αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.) αρχ. φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία» (στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία,… …   Dictionary of Greek

  • στεφανόκοσμος — ον, Μ διακοσμημένος με στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κόσμος (< κόσμος), πρβλ. βοτρυό κοσμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”