- βοτρυηρός
βοτρυηρός, traubig, traubenartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυηρός, traubig, traubenartig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυηρός — βοτρυηρός, ά, όν (Α) [βότρυς] ο βοτρυοειδής … Dictionary of Greek
βοτρυηρῶν — βοτρυηρός of the grape kind fem gen pl βοτρυηρός of the grape kind masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek