- νησίδιον
νησίδιον, τό, dim. von νῆσος, Inselchen; Thuc. 8, 11; Plut. Oth. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησίδιον, τό, dim. von νῆσος, Inselchen; Thuc. 8, 11; Plut. Oth. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησίδιον — islet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίοις — νησίδιον islet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίου — νησίδιον islet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίων — νησίδιον islet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίῳ — νησίδιον islet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίδια — νησίδιον islet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NARTHECIS — parva insula prope Samum, Strabo et Steph. Narthex Suidoe, sic enim ille, Νάρθηξ νησίδιον ἐγγύς φασι Σάμου εν δεξιᾷ, τοῖς προσπλέουσι … Hofmann J. Lexicon universale
νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… … Dictionary of Greek
νησιδίωι — νησιδίῳ , νησίδιον islet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)