- νησίζω
νησίζω, eine Insel bilden, sein, νησίζων τόπος, Pol. 5, 46, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησίζω, eine Insel bilden, sein, νησίζων τόπος, Pol. 5, 46, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησίζω — (Α) [νήσος] 1. είμαι νησί, μοιάζω με νησί ή σχηματίζω νησί 2. είμαι χερσόνησος … Dictionary of Greek
νησίζον — νησίζω to be pres part act masc voc sg νησίζω to be pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίζοντα — νησίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl νησίζω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίζουσιν — νησίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νησίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιζομένην — νησίζω to be pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίζειν — νησίζω to be pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίζουσαι — νησίζω to be pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίζουσαν — νησίζω to be pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek
νησιάζω — (Α) [νήσος] 1. νησίζω* 2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» χερσόνησος … Dictionary of Greek