- νοσηλεία
νοσηλεία, ἡ, 1) Krankheit, Sp.; bei Soph. Phil. 39, ῥάκη βαρείας του νοσηλείας πλέα, erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαϑαρσίας, der Eiter der Krankheit. – 2) Krankenpflege, Plut. Lyc. 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσηλεία, ἡ, 1) Krankheit, Sp.; bei Soph. Phil. 39, ῥάκη βαρείας του νοσηλείας πλέα, erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαϑαρσίας, der Eiter der Krankheit. – 2) Krankenpflege, Plut. Lyc. 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσηλεία — νοσηλείᾱ , νοσηλεία care of the sick fem nom/voc/acc dual νοσηλείᾱ , νοσηλεία care of the sick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλείᾳ — νοσηλείᾱͅ , νοσηλεία care of the sick fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλεία — η (Α νοσηλεία) [νοσηλεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοσηλεύω, θεραπεία ασθενούς αρχ. 1. ασθένεια η οποία απαιτεί θεραπεία και φροντίδα 2. πύον που εκκρίνεται από ανοιχτή πληγή … Dictionary of Greek
νοσηλεία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του νοσηλεύω, περιποίηση αρρώστου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοσηλείας — νοσηλείᾱς , νοσηλεία care of the sick fem acc pl νοσηλείᾱς , νοσηλεία care of the sick fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλείαν — νοσηλείᾱν , νοσηλεία care of the sick fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλεῖαι — νοσηλεία care of the sick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλευτικός — ή, ό [νοσηλεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στη νοσηλεία ή αυτός που είναι κατάλληλος για νοσηλεία («νοσηλευτικό ίδρυμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η νοσηλευτική ιατρ. το επάγγελμα τού νοσηλευτή και τής νοσηλεύτριας, που έχει ως αντικείμενο την περίθαλψη… … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
ανοσήλευτος — η, ο (Α ἀνοσήλευτος, ον) αυτός που δεν νοσηλεύθηκε νεοελλ. (για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek