νοσηλός

νοσηλός

νοσηλός, krank, im compar., Hippocr., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • νοσηλός — morbid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσηλότερον — νοσηλός morbid adverbial comp νοσηλός morbid masc acc comp sg νοσηλός morbid neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσηλόν — νοσηλός morbid masc acc sg νοσηλός morbid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσηλοί — νοσηλός morbid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσηλῷ — νοσηλός morbid masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …   Dictionary of Greek

  • νοσήλιος — α, ο (ΑΜ νοσήλιος, ία, ον) [νοσηλός] νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νοσήλια χρηματική δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία τών ασθενών μσν. αρχ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νόσο μσν. φρ. «νοσήλιον ψήγμα» καταπότι, χάπι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νοσηλεύω — (ΑΜ νοσηλεύω) [νοσηλός] 1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή 2. (το παθ.) νοσηλεύομαι θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού αρχ. 1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”