- νοσο-γνώμων
νοσο-γνώμων, ον, Krankheiten an ihren äußeren Merkmalen erkennend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσο-γνώμων, ον, Krankheiten an ihren äußeren Merkmalen erkennend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παθογνωμονικός — ή, ὁ (Α παθογνωμονικός, ή, όν) νεοελλ. ιατρ. (για σύμπτωμα νόσου) αυτό το οποίο επιτρέπει μόνο του τη διάγνωση τής πάθησης που τό προκαλεί επειδή δεν ανευρίσκεται σε καμία άλλη νόσο αρχ. (για πρόσ.) ο έμπειρος στην κρίση τών συμπτωμάτων τών νόσων … Dictionary of Greek