νοσο-ποιός

νοσο-ποιός

νοσο-ποιός, krank machend, Mnesith. bei Ath. II, 80 e; übtr., Unruhe stiftend, D. Hal. 8, 90.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • νησοποιώ — (ΑΜ νησοποιῶ, έω) μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + ποιῶ (< ποιός*), πρβλ. νοσο ποιώ, φθορο ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • νοσοποιός — ό (ΑΜ νοσοποιός) αυτός που προκαλεί νόσο, νοσογόνος αρχ. μτφ. αυτός που προκαλεί πολιτική αναταραχή, στασιαστής, ταραχοποιός («τοὺς νοσοποιοὺς ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῑν», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • σπερχνοποιός — όν, Α (για νόσο) βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερχνός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”