νησιώτης

νησιώτης

νησιώτης, , der Inselbewohner; Her. 1, 27; Thuc. 5, 97. 99 u. öfter; Isocr. 4, 132; Xen. u. Folgde; auch adj., βίος, Eur. Rhes. 701, vgl. Heracl. 86; u. in dor. Form, λαὸν νασιώταν, Pind. P. 9, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νησιώτης — islander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… …   Dictionary of Greek

  • νησιώτης — ο θηλ. ιώτισσα ο κάτοικος νησιού ή αυτός που κατάγεται από νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νησιωτέων — νησιώτης islander masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιωτῶν — νησιώτης islander masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶται — νησιώτης islander masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶτιν — νησιώτης islander fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶτις — νησιώτης islander fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώταις — νησιώτης islander masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτην — νησιώτης islander masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτιδας — νησιώτης islander fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”