- νησεύομαι
νησεύομαι, eine Insel sein, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησεύομαι, eine Insel sein, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησεύομαι — (Α) [νήσος] σχηματίζω νησιά … Dictionary of Greek
νησευομένης — νησεύομαι form alluvial deposits pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek