- μοσχίδιον
μοσχίδιον, τό, dim. von μόσχος, junger Ableger, Wurzelschößlein, μοσχίδια συκίδων, vom Feigenbaume, Ar. Ach. 960.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχίδιον, τό, dim. von μόσχος, junger Ableger, Wurzelschößlein, μοσχίδια συκίδων, vom Feigenbaume, Ar. Ach. 960.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχίδιον — μοσχίδιον, τὸ (Α) [μόσχος (Ι)] μικρή παραφυάδα, βλασταράκι («νέα μοσχίδια συκίδων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μοσχίδια — μοσχίδιον young shoot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] … Dictionary of Greek