- μοσχάριον
μοσχάριον, τό, dim. von μόσχος, Kälbchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχάριον, τό, dim. von μόσχος, Kälbchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχάριον — little calf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχαρίοις — μοσχάριον little calf neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχαρίου — μοσχάριον little calf neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχαρίων — μοσχάριον little calf neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχαρίῳ — μοσχάριον little calf neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχάρια — μοσχάριον little calf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχάρι — και μοσκάρι, το (ΑΜ μοσχάριον, Μ και μοσχάρι και μοσχάριν και μουσχάρι και μουσχάριον και μοσκάρι και μουσκάρι) 1. νεογνό αγελάδας, μικρός μόσχος, μοσχαράκι 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) ο μόσχος νεοελλ. 1. μτφ. α) αφελής, κουτός («μην τού δίνεις και… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μοσχάρα — και μουσκάρα, ἡ (Μ) μεγάλο θηλυκό μοσχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. κοιλ άρα, μουλ άρα)] … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek