- μοσχο-τόμος
μοσχο-τόμος, Kälber zerschneidend, schlachtend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοσχο-τόμος, Kälber zerschneidend, schlachtend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροτόμος — νευροτόμος, ον (Α) αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο τόμος, μοσχο τόμος] … Dictionary of Greek