νοσφιδόν, entwandter, diebischer Weise, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] … Dictionary of Greek
νοσφιδόν — by stealth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)