- βοστρυχηδόν
βοστρυχηδόν, lockenartig, Luc. de conscr. hist. 19 neben ἑλικηδόν; vgl. Philops. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρυχηδόν, lockenartig, Luc. de conscr. hist. 19 neben ἑλικηδόν; vgl. Philops. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοστρυχηδόν — (Α) [βόστρυχος] επίρρ. σε βοστρύχους, κατά βοστρύχους … Dictionary of Greek
βοστρυχηδόν — curly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek