- νησσαῖος
νησσαῖος, von der Ente, entenartig; ὄρνιϑες, Theophr.; Arat. 982 ist νησαῖος v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησσαῖος, von der Ente, entenartig; ὄρνιϑες, Theophr.; Arat. 982 ist νησαῖος v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησσαίος — α, ο (Α νησσαῑος, αία, ον) [νήσσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσσα ή προέρχεται από τη νήσσα … Dictionary of Greek