- νησσάριον
νησσάριον, τό, dim. von νῆσσα, Entchen, Sp., att. νηττάριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησσάριον, τό, dim. von νῆσσα, Entchen, Sp., att. νηττάριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] … Dictionary of Greek
νηττάριον — νηττάριον, τὸ (Α) (αττ. τ.) βλ. νησσάριον … Dictionary of Greek
νηττίον — νήττιον, τὸ (Α) [νήττα] (υποκορ. τού νῆττα) (αττ. τ.) το νησσάριον, η μικρή πάπια, το παπάκι … Dictionary of Greek