- μορμῡρίζω
μορμῡρίζω, murmeln, rauschen, Phot. ὡς ἐπὶ ὑδάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμῡρίζω, murmeln, rauschen, Phot. ὡς ἐπὶ ὑδάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορμυρίζω — pres subj act 1st sg μορμυρίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορμυρίζω — (Α) [μορμώ] (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «μορμύρω» … Dictionary of Greek
μορμυρίζει — μορμυρίζω pres ind mp 2nd sg μορμυρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουρμουρίζω — (Μ μουρμουρίζω) 1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω 2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω νεοελλ. 1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή 2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.) μσν … Dictionary of Greek