- μηρίζω
μηρίζω, an die Schenkel schlagen, komisch nach γαστρίζω gebildet, D. L. 7, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηρίζω, an die Schenkel schlagen, komisch nach γαστρίζω gebildet, D. L. 7, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηρίζω — (Α) [μηρός] χτυπώ στους μηρούς … Dictionary of Greek
μηρίζει — μηρίζω strike on the thigh pres ind mp 2nd sg μηρίζω strike on the thigh pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρισοῖο — μηρίζω strike on the thigh fut opt mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμηρίζω — (Α) [μηρίζω] τής ανοίγω τα σκέλη, συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek
μήρισμα — (Α) [μηρίζω] (κατά τον Ησύχ.) «κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου» … Dictionary of Greek
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
διαμεμήρικας — διά μηρίζω strike on the thigh perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμήρισαν — διά μηρίζω strike on the thigh aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)