μορίς

μορίς

μορίς, ίδος, ἡ, = μερίς u. μόριον, Theilchen, wird aus Her. citirt, der es aber wohl nur in Zusammensetzungen wie τριτημορίς hat. – Hesych. erkl. μορίδες, μάντεις, – aber μορίες, μερῖται, κοινωνοί.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μόρις, Γουίλιαμ — (William Morris, Γουόλνταμστοου, Έσεξ 1834 – Λονδίνο 1896). Άγγλος καλλιτέχνης και συγγραφέας. Το 1856 ακολούθησε στο Λονδίνο τον αρχιτέκτονα Στριτ, με τον οποίο συνεργαζόταν. Εκεί άρχισε να ασχολείται και με τη ζωγραφική, προς την οποία τον… …   Dictionary of Greek

  • Βλαμένκ, Μορίς ντε- — (Maurice de Vlaminck,Παρίσι 1876 – Ρουέγ λα Γκαντελιέρ 1958). Γάλλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, ο Β. γνώρισε το 1900 στο Σατού τον Α. Ντερέν και μοιράστηκε μαζί του το εργαστήριό του. Η προτίμηση για το καθαρό χρώμα που εκδηλώνεται και στους δύο… …   Dictionary of Greek

  • Μπεζάρ, Μορίς — (Maurice Bejart, Μασσαλία 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου χορευτή, χορογράφου και σκηνοθέτη όπερας Μορίς Ζαν ντε Μπερζέ (Maurice Jean de Berger). Καθοριστικά για τη ζωή και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν η επιρροή που άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Ζαρ, Μορίς — (Maurice Jarre, Λιόν 1924 –). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Λιόν και της Σορβόνης και παράλληλα στο Παρισινό Ωδείο. Έφυγε νωρίς από την πατρίδα του με κατεύθυνση την Αμερική, όπου το ταλέντο του τον κατέστησε τον διασημότερο… …   Dictionary of Greek

  • Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ …   Dictionary of Greek

  • Μέτερλινκ, Μορίς — (Maurice Polydore Marie Bernard Maeterlinck, Γάνδη 1862 – Νίκαια 1949). Βέλγος συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά και εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, σύντομα συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράκ, Πολ Άντριαν Μόρις — (Paul Adrien MauriceDirac, Μπρίστολ 1902 – 1984). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε αρχικά στο Μπρίστολ και μετά στο Κέιμπριτζ και το 1933 τιμήθηκε, μαζί με τον Έρβιν Σρέντινγκερ, με το Νόμπελ φυσικής, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη της μηχανικής των …   Dictionary of Greek

  • Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπβάκ, Μορίς — (Maurice Halbwachs, Ρενς 1877 – στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Γερμανία 1945). Γάλλος κοινωνιολόγος. Οπαδός του Μπερξόν, στράφηκε πολύ νωρίς στη μελέτη των κοινωνικών επιστημών, συνεργάστηκε στην Annιe sociologique και δούλεψε με τους… …   Dictionary of Greek

  • Αρτίς, Μορίς — (MauriceΑrthus,1862 – 1945). Γάλλος φυσιολόγος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στην Ελβετία (1896) και αργότερα της Λοζάνης (1907). Δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του για τα ένζυμα και τη θρόμβωση των οργανικών υγρών. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμελέν, Μορίς Γκουστάβ — (Maurice Gustave Gamelin, 1872 – 1958). Γάλλος στρατιωτικός. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ το 1893 και από τη σχολή αξιωματικών του γαλλικού επιτελείου το 1899. Την περίοδο 1902 11 υπηρέτησε στο επιτελείο του Ζοφρ, ενώ το 1914… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”