- ξηρο-κέφαλος
ξηρο-κέφαλος, mit trocknem Kopfe, Alex. Aphrod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρο-κέφαλος, mit trocknem Kopfe, Alex. Aphrod.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροκέφαλος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον (ενν. πάθος) η υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο κέφαλος, ξηρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ξηροκέφαλος — ξηροκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρό κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μικρο κέφαλος] … Dictionary of Greek