- ξηρο-τήγανον
ξηρο-τήγανον, τό, syrakusisch = τήγανον, Ath. VI, 229 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρο-τήγανον, τό, syrakusisch = τήγανον, Ath. VI, 229 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοτήγανον — τὸ, ΜΑ χάλκινο τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τάγηνον / τήγανον (πρβλ. ξηρο τήγανον)] … Dictionary of Greek