- ξηρο-πυρία
ξηρο-πυρία, ἡ, trocknes Schwitzbad, Schol. Nic. Al. 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρο-πυρία, ἡ, trocknes Schwitzbad, Schol. Nic. Al. 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοπυρία — ξυλοπυρία, ἡ (ΑΜ) (αμφθλ. σημ.) το να καθίσταται κάτι οξύ με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πυρία (< πῦρ, πυρός), πρβλ. ξηρο πυρία] … Dictionary of Greek