βορβορ-ώδης

βορβορ-ώδης

βορβορ-ώδης, ες, schlammig, schmutzig, ϑάλαττα Men. Ath. VII, 303 c; Plat. Phaed. 111 e; Hippocr. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιξώδης — ες (Α ἰξώδης, ῶδες) [ιξός] αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης νεοελλ. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών αρχ. μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. ώδης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”