- βορβορό-θῡμος
βορβορό-θῡμος, mistzornig, ἀπειλή Ar. Pax 757.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορβορό-θῡμος, mistzornig, ἀπειλή Ar. Pax 757.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντόθυμος — η, ο (Μ λεοντόθυμος, ον) αυτός που έχει το θάρρος τού λιονταριού, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + θυμός (πρβλ. ανθρωπό θυμος, βορβορό θυμος)] … Dictionary of Greek