βορειαῖος, vom Boreas herrührend, νιφάς Leon. Tar. 39 (Plan. 230).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορειαίος — βορειαῑος, α, ον (Α) [βορέας] ο βόρειος … Dictionary of Greek
βορειαίης — βορειαῖος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)