μοργεύω, Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοργεύω — (Α) [μόργος] μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος* … Dictionary of Greek
μοργεύειν — μοργεύω carry straw in a wicker cart pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)