- βορεύς
(βορεύς, = βορέας, nur in cass. obliqu.), βορῆος, βορῆα, sp. D., wie Arat. 430 Nonn. D. 1, 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(βορεύς, = βορέας, nur in cass. obliqu.), βορῆος, βορῆα, sp. D., wie Arat. 430 Nonn. D. 1, 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek