- ξηρό-μυρον
ξηρό-μυρον, τό, trockne wohlriechende Salbe, wohlriechendes Streupulver, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρό-μυρον, τό, trockne wohlriechende Salbe, wohlriechendes Streupulver, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρόμυρον — ξηρόμυρον, τὸ (Α) 1. ξηρό μύρο, δηλ. άρωμα σε στερεά μορφή, σε τεμάχια ή σκόνη 2. το δενδρολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + μύρον] … Dictionary of Greek
φιλόμυρος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν οι αρωματικές αλοιφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυρον αγάπη για τις αρωματικές αλοιφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μυρος (< μῦρον), πρβλ. ξηρό μυρος] … Dictionary of Greek