ξηρότης

ξηρότης

ξηρότης, ητος, ἡ, Trockenheit, Dürre; τῶν νεῶν, Thuc. 7, 12; Plat. Rep. I, 335 d; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξηρότης — dryness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηροτήτων — ξηρότης dryness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότησι — ξηρότης dryness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότησιν — ξηρότης dryness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητα — ξηρότης dryness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητας — ξηρότης dryness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητες — ξηρότης dryness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητι — ξηρότης dryness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητος — ξηρότης dryness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρότητα — η (Α ξηρότης) [ξηρός] 1. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα 2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία 3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας αρχ. 1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση 2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՐՍԱՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 2 0701 Chronological Sequence: 13c գ. ξηρότης ariditas, siccitas. Սարսատիլն. չորանալն. ցամաքումն. *Ունելով տերեւ ձեթենւոյ շիւղ ʼի բերան իւր, զաւետիս ունելով սարսատման երկրի. Վրդն. ծն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”