- παρ-ευναῖος
παρ-ευναῖος, = πάρευνος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ευναῖος, = πάρευνος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek