- μορφήεις
μορφήεις, εσσα, εν, wohlgebildet, schön gestaltet; ἰδεῖν μορφάεις, Pind. I. 6, 22; παῖδες τὸν – γενετῆρα μορφήεντα λίϑου ϑῆκαν, von einer Statue, Ep. ad. 584 (App. 111).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορφήεις, εσσα, εν, wohlgebildet, schön gestaltet; ἰδεῖν μορφάεις, Pind. I. 6, 22; παῖδες τὸν – γενετῆρα μορφήεντα λίϑου ϑῆκαν, von einer Statue, Ep. ad. 584 (App. 111).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορφήεις — και δωρ. τ. μορφάεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα 2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] … Dictionary of Greek
μορφήεις — formed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφήεντα — μορφήεις formed neut nom/voc/acc pl μορφήεις formed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
μορφάεις — μορφάω pres ind act 2nd sg (epic) μορφάζω gesticulate fut ind act 2nd sg (epic) μορφά̱εις , μορφήεις formed masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφάεσ' — μορφά̱εσαι , μορφήεις formed fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)