μορφύνω

μορφύνω

μορφύνω, zieren, schmücken, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μορφύνω — (Α) [μορφή] (κατά τον Ησύχ.) «καλλωπίζω, κοσμῶ» …   Dictionary of Greek

  • μορφύνει — μορφύ̱νει , μορφύνω adorn aor subj act 3rd sg (epic) μορφύ̱νει , μορφύνω adorn pres ind mp 2nd sg μορφύ̱νει , μορφύνω adorn pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”