μηρυκίζω

μηρυκίζω

μηρυκίζω, = μηρυκάζω; Ael. N. A. 5, 42 u. Sp.; auf ἐρεύγομαι, ἤρυγον zurückgeführt, da das Wiederkäuen eine Art Erbrechen ist; vielleicht auch mit μηρύω zusammenhangend; E. M. nimmt μηρύκω an u. erkl. τὸ ἐκ βάϑους ἀρύεσϑαι καὶ εἰς μικρὰ κόπτειν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηρυκίζω — pres subj act 1st sg μηρυκίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζω — (Α) μηρυκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω] …   Dictionary of Greek

  • μηρυκιζόντων — μηρυκίζω pres part act masc/neut gen pl μηρυκίζω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζει — μηρυκίζω pres ind mp 2nd sg μηρυκίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζοντα — μηρυκίζω pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκιζόμεναι — μηρυκίζω pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζεσθαι — μηρυκίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζεται — μηρυκίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκίζοντες — μηρυκίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • μηρυκισμός — και μαρυκισμός, ὁ (Α) [μηρυκίζω] ο μηρυκασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”