- μηρυκάζω
μηρυκάζω, wiederkäuen; Arist. H. A. 2, 17. 9, 50; Poll. 2, 204 im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηρυκάζω, wiederkäuen; Arist. H. A. 2, 17. 9, 50; Poll. 2, 204 im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηρυκάζω — μηρυκάζω, μηρύκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μηρυκάζω — μηρύκασα (για χορτοφάγα ζώα) 1. ξαναμασώ την τροφή που έχω καταπιεί, αναχαράζω. 2. μτφ., επαναλαμβάνω με στερεότυπο τρόπο λόγια δικά μου ή άλλου: Κάθε φορά που συζητάμε μηρυκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηρυκαζομένων — μηρυκάζω chew the cud pres part mp fem gen pl μηρυκάζω chew the cud pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκωμένων — μηρυκάζω chew the cud fut part mid fem gen pl μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζει — μηρυκάζω chew the cud pres ind mp 2nd sg μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζον — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc voc sg μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζοντα — μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκάζω chew the cud pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζουσι — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζουσιν — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκώμενον — μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc acc sg μηρυκάζω chew the cud fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)