- νηπιο-πρεπής
νηπιο-πρεπής, ές, für Kinder schicklich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιο-πρεπής, ές, für Kinder schicklich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιοπρεπής — νηπιοπρεπής, ές (ΑΜ) αυτός που αρμόζει σε νήπια αρχ. κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή τού χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή τής Εκκλησίας. επίρρ... νηπιοπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο,… … Dictionary of Greek