- νηπιόεις
νηπιόεις, εσσα, εν, poet, = νήπιος, Orac. Sib., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιόεις, εσσα, εν, poet, = νήπιος, Orac. Sib., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπιόεις — νηπιόεις, εσσα, εν (Μ) (ποιητ. τ. αντί νήπιος) αυτός που συμπεριφέρεται σαν νήπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. όεις (πρβλ. αγρι όεις, μελαν όεις)] … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek